- παράξενον
- παράξενοςhalf-foreignmasc/fem acc sgπαράξενοςhalf-foreignneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετσά — (Μ ἐτσά) επίρρ. 1. (τροπ.) έτσι 2. (αντί για αντων.) τέτοιος 3. (μαζί με το και ως χρονικοαιτιολ. σύνδ.) αφού, επειδή, μια και («ετσά και τό θυμήθηκα» μια και, επειδή τό θυμήθηκα, Πανώρ.) 4. (ως χρονικοϋποθ. σύνδ.) μόλις, αν («ετσά ρθει το… … Dictionary of Greek